υπερπάσχω

υπερπάσχω
ΜΑ [πάσχω]
πάσχω για χάρη άλλου
αρχ.
είμαι βαθύτατα θλιμμένος, είμαι καταλυπημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԳԱՀԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 1 0343 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c չ.ն. (իբր յարգանդէ եւ յաղեաց խանդաղատիլ. որպէս եւ յայլ լեզուս արգանդ եւ աղիք՝ է եւ գութ). παρακαλέω, ἑλεέω, οἱκτείρω, ὐπερπάσχω , συγγγινώσκω misereor …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”